- τιμοκρατικῇ
- τῑμοκρατικῇ , τιμοκρατικόςoffem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμοκρατική — τῑμοκρατική , τιμοκρατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατικός — ή, ό / τιμοκρκατικός, ή, όν, ΝΑ [τιμοκρατία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τιμοκρατία 2. φρ. «τιμοκρατικό πολίτευμα [ή σύστημα]» και «τιμοκρατική πολιτεία» η τιμοκρατία … Dictionary of Greek